- οξαλικογόνος
- -ο, θηλ. και -α(βιοχ.)1. αυτός που προκαλεί τη δημιουργία οξαλικού οξέος2. φρ. «οξαλικογόνες τροφές» — τροφές οι οποίες περιέχουν υδατάνθρακες, πυρηνοπρωτεΐδες και μερικά αμινοξέα, από τα οποία συντίθεται στον οργανισμό το οξαλικό οξύ.
Dictionary of Greek. 2013.